Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
καταστολή
καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρέφω
καταστροφή
View word page
καταστηματικός
καταστηματικόςή όνadj restrained, decorousw.dat. in one's looks and bearingPlu.

ShortDef

established: sedate

Debugging

Headword:
καταστηματικός
Headword (normalized):
καταστηματικός
Headword (normalized/stripped):
καταστηματικος
IDX:
21825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21826
Key:
καταστηματικός

Data

{'headword_display': '<b>καταστηματικός</b>', 'content': "<AE><HG><HL>καταστηματικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Tr>restrained, decorous<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl> in one's looks and bearing</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>", 'key': 'καταστηματικός'}