Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
καταστολή
καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρέφω
View word page
κατάστημα
κατάστημαατοςnκαθίστημι system of governmentPlb. restrained demeanourof a personPlu.

ShortDef

a condition

Debugging

Headword:
κατάστημα
Headword (normalized):
κατάστημα
Headword (normalized/stripped):
καταστημα
IDX:
21824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21825
Key:
κατάστημα

Data

{'headword_display': '<b>κατάστημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάστημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>καθίστημι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>system of government</Tr><Au>Plb.</Au></nS1> <nS1><Tr>restrained demeanour<Expl>of a person</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάστημα'}