Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάστασις
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
καταστολή
καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
καταστρατοπεδεύω
View word page
καταστεφής
καταστεφήςέςadjκαταστέφω of a suppliant's branchwreathedw. woolE.of vinescrownedw.dat. w. leavesAR.of a personwearing a garlandwreathedS.

ShortDef

crowned

Debugging

Headword:
καταστεφής
Headword (normalized):
καταστεφής
Headword (normalized/stripped):
καταστεφης
IDX:
21822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21823
Key:
καταστεφής

Data

{'headword_display': '<b>καταστεφής</b>', 'content': "<AE><HG><HL>καταστεφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταστέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a suppliant's branch</Indic><Tr>wreathed<Expl>w. wool</Expl></Tr><Au>E.</Au><aS2><Indic>of vines</Indic><Tr>crowned<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl> w. leaves</Expl></Tr><Au>AR.</Au></aS2></aS1><aS1><Indic>of a person</Indic><Def>wearing a garland</Def><Tr>wreathed</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>", 'key': 'καταστεφής'}