Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστασιάζω
κατάστασις
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
καταστολή
καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
καταστρατηγέω
View word page
κατάστερος
κατάστεροςονadjἄστρον of the seaapp.covered with starsstarryTim.dub.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάστερος
Headword (normalized):
κατάστερος
Headword (normalized/stripped):
καταστερος
IDX:
21821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21822
Key:
κατάστερος

Data

{'headword_display': '<b>κατάστερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατάστερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄστρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the sea</Indic><Qualif>app.</Qualif><Def>covered with stars</Def><Tr>starry</Tr><Au>Tim.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάστερος'}