Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
καταστολή
καταστόρνῡμι
καταστοχάζομαι
καταστράπτω
View word page
κατα-στένω
καταστένωvb lamentE.w.prep.phr.over sthg.E. persons, circumstancesS. E.sts.tm.

ShortDef

to sigh over

Debugging

Headword:
καταστένω
Headword (normalized):
καταστένω
Headword (normalized/stripped):
καταστενω
IDX:
21820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21821
Key:
καταστένω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-στένω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>στένω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>lament</Tr><Au>E.</Au><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>over sthg.<Au>E.</Au></Cmpl> <Obj>persons, circumstances<Au>S. E.<LblR>sts.tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταστένω'}