Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
καταστολή
View word page
κατά-στεγος
κατάστεγοςονadjστέγη of courtyards, passageways, or sim.roofed overHdt. Pl. Men. Plb.

ShortDef

covered in, roofed

Debugging

Headword:
κατάστεγος
Headword (normalized):
κατάστεγος
Headword (normalized/stripped):
καταστεγος
IDX:
21817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21818
Key:
κατάστεγος

Data

{'headword_display': '<b>κατά-στεγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατά<hyph/>στεγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στέγη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of courtyards, passageways, or sim.</Indic><Tr>roofed over</Tr><Au>Hdt. Pl. Men. Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάστεγος'}