Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
κατάστικτος
View word page
καταστέγασμα
καταστέγασμαατοςn coveringref. to a giant stone slab serving as the roof of a templeHdt.

ShortDef

a covering

Debugging

Headword:
καταστέγασμα
Headword (normalized):
καταστέγασμα
Headword (normalized/stripped):
καταστεγασμα
IDX:
21816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21817
Key:
καταστέγασμα

Data

{'headword_display': '<b>καταστέγασμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταστέγασμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>covering<Expl>ref. to a giant stone slab serving as the roof of a temple</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταστέγασμα'}