Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
καταστηματικός
View word page
κατα-στεγάζω
καταστεγάζωvb cover with a top layerroof over, covera canal, a litterPl. Plu. form a roof by coveringwooden planksw.dat.w. rushesHdt.

ShortDef

to cover over

Debugging

Headword:
καταστεγάζω
Headword (normalized):
καταστεγάζω
Headword (normalized/stripped):
καταστεγαζω
IDX:
21815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21816
Key:
καταστεγάζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-στεγάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>στεγάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>cover with a top layer</Def><Tr>roof over, cover</Tr><Obj>a canal, a litter<Au>Pl. Plu.</Au></Obj> <vS2><Tr>form a roof by covering</Tr><Obj>wooden planks<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. rushes</Expl><Au>Hdt.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'καταστεγάζω'}