Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
κατάστημα
View word page
καταστατικός
καταστατικόςή όνadj of the kind which quietens or calmsneut.sb.calming powerof a certain type of poetryPlu.

ShortDef

fitted for calming

Debugging

Headword:
καταστατικός
Headword (normalized):
καταστατικός
Headword (normalized/stripped):
καταστατικος
IDX:
21814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21815
Key:
καταστατικός

Data

{'headword_display': '<b>καταστατικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταστατικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>of the kind which quietens or calms</Def><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>calming power<Expl>of a certain type of poetry</Expl></Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'καταστατικός'}