Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
καταστένω
κατάστερος
καταστεφής
καταστέφω
View word page
καταστάτης
καταστάτηςουm one who sets rightrestorerof a royal houseS.

ShortDef

an establisher, restorer

Debugging

Headword:
καταστάτης
Headword (normalized):
καταστάτης
Headword (normalized/stripped):
καταστατης
IDX:
21813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21814
Key:
καταστάτης

Data

{'headword_display': '<b>καταστάτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταστάτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who sets right</Def><nS2><Tr>restorer<Expl>of a royal house</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'καταστάτης'}