Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράττω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
καταστέλλω
View word page
κατα-σπουδάζομαι
κατασπουδάζομαιpass.vb be over-seriousHdt.

ShortDef

to be very earnest

Debugging

Headword:
κατασπουδάζομαι
Headword (normalized):
κατασπουδάζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασπουδαζομαι
IDX:
21809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21810
Key:
κατασπουδάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σπουδάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σπουδάζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be over-serious</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατασπουδάζομαι'}