Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασμῡ́χω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράττω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
καταστείβω
View word page
κατα-σποδέω
κατασποδέωcontr.vb cast down in the dusti.e. killa manw.dat.w. an axeAr.pass.be struck downin battleA.

ShortDef

to throw down in the dust

Debugging

Headword:
κατασποδέω
Headword (normalized):
κατασποδέω
Headword (normalized/stripped):
κατασποδεω
IDX:
21808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21809
Key:
κατασποδέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σποδέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σποδέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>cast down in the dust<Expl>i.e. kill</Expl></Tr><Obj>a man<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. an axe</Expl><Au>Ar.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be struck down<Expl>in battle</Expl></Def><Au>A.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'κατασποδέω'}