Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασμῑκρίζω
κατασμῡ́χω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράττω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστάτης
καταστατικός
καταστεγάζω
καταστέγασμα
κατάστεγος
View word page
κατα-σπεύδω
κατασπεύδωvb hasten alonga matter, a warAeschin. Plu.eagerly press on withthe pursuit of fleeing enemiesPlu.

ShortDef

to press, urge

Debugging

Headword:
κατασπεύδω
Headword (normalized):
κατασπεύδω
Headword (normalized/stripped):
κατασπευδω
IDX:
21807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21808
Key:
κατασπεύδω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σπεύδω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σπεύδω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>hasten along</Tr><Obj>a matter, a war<Au>Aeschin. Plu.</Au></Obj><vS2><Tr>eagerly press on with</Tr><Obj>the pursuit of fleeing enemies<Au>Plu.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κατασπεύδω'}