Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασκοπικός
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμῑκρίζω
κατασμῡ́χω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράττω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
κατάστασις
καταστάτης
καταστατικός
View word page
κατάσπεισις
κατάσπεισιςεωςfκατασπένδω pledgingof soldiers, to die w. their commanderPlu.

ShortDef

self-devotion

Debugging

Headword:
κατάσπεισις
Headword (normalized):
κατάσπεισις
Headword (normalized/stripped):
κατασπεισις
IDX:
21804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21805
Key:
κατάσπεισις

Data

{'headword_display': '<b>κατάσπεισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάσπεισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κατασπένδω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>pledging<Expl>of soldiers, to die w. their commander</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάσπεισις'}