Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμῑκρίζω
κατασμῡ́χω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράττω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
καταστάζω
καταστασιάζω
View word page
κατα-σπαράττω
κατασπαράττωAtt.vb tear to piecesa branch, a bookAr. Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασπαράττω
Headword (normalized):
κατασπαράττω
Headword (normalized/stripped):
κατασπαραττω
IDX:
21801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21802
Key:
κατασπαράττω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σπαράττω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σπαράττω</HL><PS>Att.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>tear to pieces</Tr><Obj>a branch, a book<Au>Ar. Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατασπαράττω'}