Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασκιάω
κατασκιόεις
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμῑκρίζω
κατασμῡ́χω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράττω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
κατασπεύδω
κατασποδέω
κατασπουδάζομαι
View word page
κατα-σοφίζομαι
κατασοφίζομαιmid.vb of a kingbehave craftily towardsa subject peopleNT.

ShortDef

to conquer by sophisms

Debugging

Headword:
κατασοφίζομαι
Headword (normalized):
κατασοφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασοφιζομαι
IDX:
21799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21800
Key:
κατασοφίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σοφίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σοφίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a king</Indic><Tr>behave craftily towards</Tr><Obj>a subject people<Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατασοφίζομαι'}