Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατασκιάω
κατασκιόεις
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμῑκρίζω
κατασμῡ́χω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράττω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
κατασπένδω
κατασπέρχω
View word page
κατα-σκώπτω
κατασκώπτωvb mock, jeer atpersonsHdt. Plu. intr.jeerHdt.

ShortDef

to make jokes upon, to jeer

Debugging

Headword:
κατασκώπτω
Headword (normalized):
κατασκώπτω
Headword (normalized/stripped):
κατασκωπτω
IDX:
21796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21797
Key:
κατασκώπτω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σκώπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σκώπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>mock, jeer at</Tr><Obj>persons<Au>Hdt. Plu.</Au></Obj> <vS2><Indic>intr.</Indic><Tr>jeer</Tr><Au>Hdt.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'κατασκώπτω'}