Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατασκιάω
κατασκιόεις
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμῑκρίζω
κατασμῡ́χω
κατασοφίζομαι
κατασπάζομαι
κατασπαράττω
κατασπάω
κατασπείρω
κατάσπεισις
View word page
κατασκοπικός
κατασκοπικόςή όνadjκατάσκοπος neut.pl.sb.reconnaissance shipsPlu.

ShortDef

for scouting

Debugging

Headword:
κατασκοπικός
Headword (normalized):
κατασκοπικός
Headword (normalized/stripped):
κατασκοπικος
IDX:
21794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21795
Key:
κατασκοπικός

Data

{'headword_display': '<b>κατασκοπικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατασκοπικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κατάσκοπος</Ref></Ety></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>reconnaissance ships</Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'κατασκοπικός'}