Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστικός
κατασκευή
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατασκιάω
κατασκιόεις
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατάσκοπος
κατασκώπτω
κατασμῑκρίζω
κατασμῡ́χω
κατασοφίζομαι
View word page
κατα-σκιάω
κατασκιάωcontr.vb of a tree's branchescast shade overa whirlpoolOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασκιάω
Headword (normalized):
κατασκιάω
Headword (normalized/stripped):
κατασκιαω
IDX:
21789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21790
Key:
κατασκιάω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σκιάω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σκιάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a tree's branches</Indic><Tr>cast shade over</Tr><Obj>a whirlpool<Au>Od.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'κατασκιάω'}