Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασκέομαι
κατασκέπτομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστικός
κατασκευή
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατασκιάω
κατασκιόεις
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
κατασκοπικός
κατάσκοπος
View word page
κατασκήνωμα
κατασκήνωμαατοςn coveringrobeused as a bath-robe or shroudA.

ShortDef

a covering, veil

Debugging

Headword:
κατασκήνωμα
Headword (normalized):
κατασκήνωμα
Headword (normalized/stripped):
κατασκηνωμα
IDX:
21785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21786
Key:
κατασκήνωμα

Data

{'headword_display': '<b>κατασκήνωμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατασκήνωμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>covering</Def><Tr>robe<Expl>used as a bath-robe or shroud</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατασκήνωμα'}