Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασκελετεύομαι
κατασκέλλω
κατασκέομαι
κατασκέπτομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστικός
κατασκευή
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατασκιάω
κατασκιόεις
κατάσκιος
κατασκοπέω
κατασκοπή
View word page
κατα-σκηνάω
κατασκηνάωcontr.vb of troops, commanderspitch one's tentencampusu. w.adv.prep.phr.in a placeX.mid., of the souls of the dead, in the underworldPl.

ShortDef

take up oneʼs quarters, encamp

Debugging

Headword:
κατασκηνάω
Headword (normalized):
κατασκηνάω
Headword (normalized/stripped):
κατασκηναω
IDX:
21783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21784
Key:
κατασκηνάω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σκηνάω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σκηνάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of troops, commanders</Indic><Def>pitch one's tent</Def><Tr>encamp<Expl>usu. <GLbl>w.adv.<or/>prep.phr.</GLbl>in a place</Expl></Tr><Au>X.</Au><vS2><Indic>mid., of the souls of the dead, in the underworld</Indic><Au>Pl.</Au></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'κατασκηνάω'}