Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασκαφής
κατασκεδάννῡμι
κατασκελετεύομαι
κατασκέλλω
κατασκέομαι
κατασκέπτομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστικός
κατασκευή
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατασκιάω
κατασκιόεις
κατάσκιος
View word page
κατασκευαστικός
κατασκευαστικόςή όνadjphilos., of argumentsof the constructive kindestablishing propositionsopp. refuting themArist.

ShortDef

fitted for providing

Debugging

Headword:
κατασκευαστικός
Headword (normalized):
κατασκευαστικός
Headword (normalized/stripped):
κατασκευαστικος
IDX:
21781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21782
Key:
κατασκευαστικός

Data

{'headword_display': '<b>κατασκευαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατασκευαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>philos., of arguments</Indic><Def>of the constructive kind</Def><Tr>establishing propositions<Expl>opp. refuting them</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατασκευαστικός'}