Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννῡμι
κατασκελετεύομαι
κατασκέλλω
κατασκέομαι
κατασκέπτομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστικός
κατασκευή
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
κατασκήνωσις
κατασκήπτω
κατασκιάζω
κατασκιάω
κατασκιόεις
View word page
κατασκευαστέος
κατασκευαστέοςᾱ ονvbl.adj of a cavalry forceneeding to be formednecessaryX.

ShortDef

one must prepare

Debugging

Headword:
κατασκευαστέος
Headword (normalized):
κατασκευαστέος
Headword (normalized/stripped):
κατασκευαστεος
IDX:
21780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21781
Key:
κατασκευαστέος

Data

{'headword_display': '<b>κατασκευαστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατασκευαστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a cavalry force</Indic><Def>needing to be formed</Def><Tr>necessary</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατασκευαστέος'}