Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασῑγάω
κατασικελίζω
κατασῑτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννῡμι
κατασκελετεύομαι
κατασκέλλω
κατασκέομαι
κατασκέπτομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστικός
κατασκευή
κατασκηνάω
κατασκηνόω
κατασκήνωμα
View word page
κατ-ασκέομαι
κατασκέομαιpass.contr.vb of a person's diet or training regimebe intensivePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασκέομαι
Headword (normalized):
κατασκέομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασκεομαι
IDX:
21775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21776
Key:
κατασκέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ασκέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ασκέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a person's diet or training regime</Indic><Tr>be intensive</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'κατασκέομαι'}