Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασήπω
κατασθμαίνω
κατασῑγάω
κατασικελίζω
κατασῑτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννῡμι
κατασκελετεύομαι
κατασκέλλω
κατασκέομαι
κατασκέπτομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστικός
κατασκευή
κατασκηνάω
View word page
κατα-σκελετεύομαι
κατασκελετεύομαιpass.vbσκελετός fig., of young men's dispositionsbecome desiccatedw. ἐπί + dat.fr. the study of dry doctrinesIsoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασκελετεύομαι
Headword (normalized):
κατασκελετεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασκελετευομαι
IDX:
21773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21774
Key:
κατασκελετεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σκελετεύομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σκελετεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>σκελετός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>fig., of young men's dispositions</Indic><Tr>become desiccated</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>ἐπί</Ref> + dat.</GLbl>fr. the study of dry doctrines<Au>Isoc.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'κατασκελετεύομαι'}