Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθμαίνω
κατασῑγάω
κατασικελίζω
κατασῑτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννῡμι
κατασκελετεύομαι
κατασκέλλω
κατασκέομαι
κατασκέπτομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστικός
View word page
κατασκαφής
κατασκαφήςέςadj of a dwelling-place, ref. to an underground chamberdug outS.

ShortDef

dug down

Debugging

Headword:
κατασκαφής
Headword (normalized):
κατασκαφής
Headword (normalized/stripped):
κατασκαφης
IDX:
21771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21772
Key:
κατασκαφής

Data

{'headword_display': '<b>κατασκαφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατασκαφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a dwelling-place, ref. to an underground chamber</Indic><Tr>dug out</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατασκαφής'}