Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθμαίνω
κατασῑγάω
κατασικελίζω
κατασῑτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννῡμι
κατασκελετεύομαι
κατασκέλλω
κατασκέομαι
κατασκέπτομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
View word page
κατασκαφή
κατασκαφήῆςf act of diggingburialof the deadA.concr.graveS. demolition, destructionof buildings, cities, walls, or sim.Trag. Th. Lys. Tim. Aeschin.

ShortDef

a rasing to the ground, destruction; a grave

Debugging

Headword:
κατασκαφή
Headword (normalized):
κατασκαφή
Headword (normalized/stripped):
κατασκαφη
IDX:
21770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21771
Key:
κατασκαφή

Data

{'headword_display': '<b>κατασκαφή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατασκαφή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>act of digging</Def><nS2><Tr>burial<Expl>of the dead</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS2><nS2><Indic>concr.</Indic><Tr>grave</Tr><Au>S.</Au></nS2></nS1> <nS1><Tr>demolition, destruction<Expl>of buildings, cities, walls, or sim.</Expl></Tr><Au>Trag. Th. Lys. Tim. Aeschin.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατασκαφή'}