Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρχή
κατάρχω
κατασβέννῡμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθμαίνω
κατασῑγάω
κατασικελίζω
κατασῑτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννῡμι
κατασκελετεύομαι
κατασκέλλω
κατασκέομαι
κατασκέπτομαι
κατασκευάζω
View word page
κατα-σῑτέομαι
κατασῑτέομαιmid.contr.vb feed off, eatdead bodiesHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασῑτέομαι
Headword (normalized):
κατασῑτέομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασιτεομαι
IDX:
21767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21768
Key:
κατασῑτέομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σῑτέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σῑτέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>feed off, eat</Tr><Obj>dead bodies<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατασῑτέομαι'}