Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχω
κατασβέννῡμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθμαίνω
κατασῑγάω
κατασικελίζω
κατασῑτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννῡμι
κατασκελετεύομαι
κατασκέλλω
κατασκέομαι
κατασκέπτομαι
View word page
κατα-σικελίζω
κατασικελίζωvbΣικελοί of a dogeat in Sicilian stylea cheesei.e. feast on it like the proverbially sybaritic SiciliansAr.

ShortDef

to Sicilise

Debugging

Headword:
κατασικελίζω
Headword (normalized):
κατασικελίζω
Headword (normalized/stripped):
κατασικελιζω
IDX:
21766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21767
Key:
κατασικελίζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σικελίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σικελίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>Σικελοί</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a dog</Indic><Tr>eat in Sicilian style</Tr><Obj>a cheese<Expl>i.e. feast on it like the proverbially sybaritic Sicilians</Expl><Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατασικελίζω'}