Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχω
κατασβέννῡμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθμαίνω
κατασῑγάω
κατασικελίζω
κατασῑτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννῡμι
κατασκελετεύομαι
κατασκέλλω
κατασκέομαι
View word page
κατα-σῑγάω
κατασῑγάωcontr.vb keep silentPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατασῑγάω
Headword (normalized):
κατασῑγάω
Headword (normalized/stripped):
κατασιγαω
IDX:
21765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21766
Key:
κατασῑγάω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-σῑγάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>σῑγάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>keep silent</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατασῑγάω'}