Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχω
κατασβέννῡμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθμαίνω
κατασῑγάω
κατασικελίζω
κατασῑτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννῡμι
κατασκελετεύομαι
κατασκέλλω
View word page
κατ-ασθμαίνω
κατασθμαίνωvb of a horsepant in impatiencechampw.gen.at the bitA.

ShortDef

to pant and struggle against

Debugging

Headword:
κατασθμαίνω
Headword (normalized):
κατασθμαίνω
Headword (normalized/stripped):
κατασθμαινω
IDX:
21764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21765
Key:
κατασθμαίνω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ασθμαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ασθμαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a horse</Indic><Def>pant in impatience</Def><Tr>champ</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>at the bit<Au>A.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατασθμαίνω'}