Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
κατάρτῡσις
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχω
κατασβέννῡμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθμαίνω
κατασῑγάω
κατασικελίζω
κατασῑτέομαι
View word page
καταρχή
καταρχήῆςfκατάρχω act of beginningbeginningoft. w.gen.of a war, attack, speech, or sim.Plb.

ShortDef

beginning

Debugging

Headword:
καταρχή
Headword (normalized):
καταρχή
Headword (normalized/stripped):
καταρχη
IDX:
21757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21758
Key:
καταρχή

Data

{'headword_display': '<b>καταρχή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταρχή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>κατάρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>act of beginning</Def><Tr>beginning<Expl>oft. <GLbl>w.gen.</GLbl>of a war, attack, speech, or sim.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταρχή'}