Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
κατάρτῡσις
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχω
κατασβέννῡμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθμαίνω
κατασῑγάω
κατασικελίζω
View word page
κατ-αρχαιρεσιάζω
καταρχαιρεσιάζωvb canvass againsta candidatePlu.

ShortDef

to defeat in an election

Debugging

Headword:
καταρχαιρεσιάζω
Headword (normalized):
καταρχαιρεσιάζω
Headword (normalized/stripped):
καταρχαιρεσιαζω
IDX:
21756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21757
Key:
καταρχαιρεσιάζω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αρχαιρεσιάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αρχαιρεσιάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>canvass against</Tr><Obj>a candidate<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταρχαιρεσιάζω'}