Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
κατάρτῡσις
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχω
κατασβέννῡμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθμαίνω
κατασῑγάω
View word page
κατάρυτος
κατάρυτοςadjseeκατάρρυτος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάρυτος
Headword (normalized):
κατάρυτος
Headword (normalized/stripped):
καταρυτος
IDX:
21755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21756
Key:
κατάρυτος

Data

{'headword_display': '<b>κατάρυτος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κατάρυτος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>κατάρρυτος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατάρυτος'}