Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρρυής
καταρρυπαίνω
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
κατάρτῡσις
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχω
κατασβέννῡμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
View word page
κατάρτῡσις
κατάρτῡσιςεωςfκαταρτύω breaking-inof horsesPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάρτῡσις
Headword (normalized):
κατάρτῡσις
Headword (normalized/stripped):
καταρτυσις
IDX:
21753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21754
Key:
κατάρτῡσις

Data

{'headword_display': '<b>κατάρτῡσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάρτῡσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καταρτύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>breaking-in<Expl>of horses</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάρτῡσις'}