Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρροφέω
καταρρυής
καταρρυπαίνω
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
κατάρτῡσις
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχω
κατασβέννῡμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
View word page
καταρτιστήρ
καταρτιστήρῆροςm settlerof a disputemediatorHdt.

ShortDef

one who restores order, a mediator

Debugging

Headword:
καταρτιστήρ
Headword (normalized):
καταρτιστήρ
Headword (normalized/stripped):
καταρτιστηρ
IDX:
21752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21753
Key:
καταρτιστήρ

Data

{'headword_display': '<b>καταρτιστήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταρτιστήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>settler<Expl>of a dispute</Expl></Def><Tr>mediator</Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταρτιστήρ'}