Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάρρους
καταρροφέω
καταρρυής
καταρρυπαίνω
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
κατάρτῡσις
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχω
κατασβέννῡμι
κατασείω
κατασεύομαι
View word page
κατάρτισις
κατάρτισιςεωςf training, educationof a boyPlu.

ShortDef

restoration

Debugging

Headword:
κατάρτισις
Headword (normalized):
κατάρτισις
Headword (normalized/stripped):
καταρτισις
IDX:
21751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21752
Key:
κατάρτισις

Data

{'headword_display': '<b>κατάρτισις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάρτισις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>training, education<Expl>of a boy</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάρτισις'}