Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρρῑνάω
καταρρῑνόω
καταρρῑ́πτω
καταρροϊκός
κατάρρους
καταρροφέω
καταρρυής
καταρρυπαίνω
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
κατάρτῡσις
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
View word page
καταρρώξ
καταρρώξῶγοςmasc.fem.adjκαταρρήγνῡμι of cliffsjaggedS.

ShortDef

jagged, broken

Debugging

Headword:
καταρρώξ
Headword (normalized):
καταρρώξ
Headword (normalized/stripped):
καταρρωξ
IDX:
21747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21748
Key:
καταρρώξ

Data

{'headword_display': '<b>καταρρώξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταρρώξ</HL><Infl>ῶγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>καταρρήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cliffs</Indic><Tr>jagged</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταρρώξ'}