Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρρήγνῡμι
καταρρῑγέω
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
καταρρῑνάω
καταρρῑνόω
καταρρῑ́πτω
καταρροϊκός
κατάρρους
καταρροφέω
καταρρυής
καταρρυπαίνω
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
κατάρτῡσις
View word page
καταρρυής
καταρρυήςέςadjκαταρρέω of sacrificial offerings of meatstreaming, drippingw. fatS.

ShortDef

falling away

Debugging

Headword:
καταρρυής
Headword (normalized):
καταρρυής
Headword (normalized/stripped):
καταρρυης
IDX:
21743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21744
Key:
καταρρυής

Data

{'headword_display': '<b>καταρρυής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταρρυής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταρρέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sacrificial offerings of meat</Indic><Tr>streaming, dripping<Expl>w. fat</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταρρυής'}