Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρρέω
καταρρήγνῡμι
καταρρῑγέω
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
καταρρῑνάω
καταρρῑνόω
καταρρῑ́πτω
καταρροϊκός
κατάρρους
καταρροφέω
καταρρυής
καταρρυπαίνω
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
View word page
κατα-ρροφέω
καταρροφέωcontr.vbῥοφέω take a gulpsts. w.partitv.gen.of wineX.

ShortDef

to gulp

Debugging

Headword:
καταρροφέω
Headword (normalized):
καταρροφέω
Headword (normalized/stripped):
καταρροφεω
IDX:
21742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21743
Key:
καταρροφέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ρροφέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>ρροφέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ῥοφέω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>take a gulp<Expl>sts. <GLbl>w.partitv.gen.</GLbl>of wine</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταρροφέω'}