Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνῡμι
καταρρῑγέω
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
καταρρῑνάω
καταρρῑνόω
καταρρῑ́πτω
καταρροϊκός
κατάρρους
καταρροφέω
καταρρυής
καταρρυπαίνω
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
View word page
κατάρρους
κατάρρουςουAtt.mκαταρρέω sickness producing a running nosecatarrhPl. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάρρους
Headword (normalized):
κατάρρους
Headword (normalized/stripped):
καταρρους
IDX:
21741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21742
Key:
κατάρρους

Data

{'headword_display': '<b>κατάρρους</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάρρους</HL><Infl>ου</Infl><PS>Att.m</PS><Ety><Ref>καταρρέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>sickness producing a running nose</Def><Tr>catarrh</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάρρους'}