Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρρέζω
καταρρεπής
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνῡμι
καταρρῑγέω
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
καταρρῑνάω
καταρρῑνόω
καταρρῑ́πτω
καταρροϊκός
κατάρρους
καταρροφέω
καταρρυής
καταρρυπαίνω
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
View word page
κατα-ρρῑ́πτω
καταρρῑ́πτωvbῥῑ́πτω of troopstear downpalacesPlu. of a popular uprisingoverturna governmentA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρρῑ́πτω
Headword (normalized):
καταρρῑ́πτω
Headword (normalized/stripped):
καταρριπτω
IDX:
21739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21740
Key:
καταρρῑ́πτω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ρρῑ́πτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>ρρῑ́πτω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ῥῑ́πτω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of troops</Indic><Tr>tear down</Tr><Obj>palaces<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>of a popular uprising</Indic><Tr>overturn</Tr><Obj>a government<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταρρῑ́πτω'}