Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρρᾱ́ττω
καταρρέζω
καταρρεπής
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνῡμι
καταρρῑγέω
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
καταρρῑνάω
καταρρῑνόω
καταρρῑ́πτω
καταρροϊκός
κατάρρους
καταρροφέω
καταρρυής
καταρρυπαίνω
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
View word page
κατα-ρρῑνόω
κατα-ρρῑνόωcontr.vbreltd.ῥῑνόςpf.pass.ptcpl.
κατερρῑνωμένος
fig., of troopsbe covered with hidebe toughenedA.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρρῑνόω
Headword (normalized):
καταρρῑνόω
Headword (normalized/stripped):
καταρρινοω
IDX:
21738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21739
Key:
καταρρῑνόω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ρρῑνόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα-ρρῑνόω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>ῥῑνός</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>pf.pass.ptcpl.</Lbl><Form>κατερρῑνωμένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>fig., of troops</Indic><Def>be covered with hide</Def><Tr>be toughened</Tr><Au>A.<LblR>cj.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταρρῑνόω'}