Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρράξομαι
καταρράπτω
καταρρᾱ́ττω
καταρρέζω
καταρρεπής
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνῡμι
καταρρῑγέω
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
καταρρῑνάω
καταρρῑνόω
καταρρῑ́πτω
καταρροϊκός
κατάρρους
καταρροφέω
καταρρυής
καταρρυπαίνω
κατάρρυτος
καταρρωδέω
View word page
κατα-ρρικνόομαι
καταρρικνόομαιpass.contr.vbῥικνόςonly pf.ptcpl.
κατερρικνωμένος
of a tortoisebe shrivelledstiffenedw.dat.in its carapaceS.Ichn.

ShortDef

to be shrivelled

Debugging

Headword:
καταρρικνόομαι
Headword (normalized):
καταρρικνόομαι
Headword (normalized/stripped):
καταρρικνοομαι
IDX:
21736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21737
Key:
καταρρικνόομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ρρικνόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>ρρικνόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>ῥικνός</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>only pf.ptcpl.</Lbl><Form>κατερρικνωμένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of a tortoise</Indic><Tr>be shrivelled<or/>stiffened</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>in its carapace<Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταρρικνόομαι'}