Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράξομαι
καταρράπτω
καταρρᾱ́ττω
καταρρέζω
καταρρεπής
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνῡμι
καταρρῑγέω
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
καταρρῑνάω
καταρρῑνόω
καταρρῑ́πτω
καταρροϊκός
κατάρρους
καταρροφέω
καταρρυής
καταρρυπαίνω
View word page
κατα-ρρῑγέω
καταρρῑγέωcontr.vbῥῑγέω shudderw.inf.to contemplate sthg.AR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρρῑγέω
Headword (normalized):
καταρρῑγέω
Headword (normalized/stripped):
καταρριγεω
IDX:
21734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21735
Key:
καταρρῑγέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ρρῑγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>ρρῑγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ῥῑγέω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>shudder</Tr><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to contemplate sthg.<Au>AR.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταρρῑγέω'}