Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρνέομαι
καταρόω
καταρρᾳθῡμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράξομαι
καταρράπτω
καταρρᾱ́ττω
καταρρέζω
καταρρεπής
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνῡμι
καταρρῑγέω
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
καταρρῑνάω
καταρρῑνόω
καταρρῑ́πτω
καταρροϊκός
View word page
καταρρεπής
καταρρεπήςέςadjκαταρρέπω of a waveapp.weighing or pressing downoverpoweringAR.also interpr. as from the opposite direction

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταρρεπής
Headword (normalized):
καταρρεπής
Headword (normalized/stripped):
καταρρεπης
IDX:
21730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21731
Key:
καταρρεπής

Data

{'headword_display': '<b>καταρρεπής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταρρεπής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταρρέπω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a wave</Indic><Qualif>app.</Qualif><Def>weighing or pressing down</Def><Tr>overpowering</Tr><Au>AR.</Au><Extra>also interpr. as <ital>from the opposite direction</ital></Extra></aS1></AE>', 'key': 'καταρρεπής'}