Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρρᾳθῡμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράξομαι
καταρράπτω
καταρρᾱ́ττω
καταρρέζω
καταρρεπής
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνῡμι
καταρρῑγέω
καταρριζόω
καταρρικνόομαι
καταρρῑνάω
καταρρῑνόω
καταρρῑ́πτω
View word page
κατα-ρρέζω
καταρρέζω
ep.καταρέζωκαρρέζω
vbῥέζω
of persons, esp. womenstroke, pata personoft. w.dat.w. one's handHom. Call. AR.

ShortDef

to pat with the hand, to stroke, caress

Debugging

Headword:
καταρρέζω
Headword (normalized):
καταρρέζω
Headword (normalized/stripped):
καταρρεζω
IDX:
21729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21730
Key:
καταρρέζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ρρέζω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>ρρέζω</HL><DL><Lbl>ep.</Lbl><FmHL>καταρέζω</FmHL><FmHL>καρρέζω</FmHL></DL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ῥέζω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of persons, esp. women</Indic><Tr>stroke, pat</Tr><Obj>a person<Expl>oft. <GLbl>w.dat.</GLbl>w. one's hand</Expl><Au>Hom. Call. AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταρρέζω'}