Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάρη
καταρῑγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρρᾳθῡμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράξομαι
καταρράπτω
καταρρᾱ́ττω
καταρρέζω
καταρρεπής
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνῡμι
καταρρῑγέω
καταρριζόω
View word page
καταρρακτός
καταρρακτόςή όνadjof a dooropening downwardsi.e. a trapdoorHdt.cj. Plu.

ShortDef

a trap-door

Debugging

Headword:
καταρρακτός
Headword (normalized):
καταρρακτός
Headword (normalized/stripped):
καταρρακτος
IDX:
21725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21726
Key:
καταρρακτός

Data

{'headword_display': '<b>καταρρακτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>καταρρακτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a door</Indic><Tr>opening downwards<Expl>i.e. a trapdoor</Expl></Tr><Au>Hdt.<LblR>cj.</LblR> Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'καταρρακτός'}