Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάρδω
καταρέζω
κατάρη
καταρῑγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρρᾳθῡμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράξομαι
καταρράπτω
καταρρᾱ́ττω
καταρρέζω
καταρρεπής
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνῡμι
View word page
κατα-ρρακόω
καταρρακόωcontr.vbῥάκοςpf.pass.ptcpl.
κατερρακωμένος
hyperbol., of a personbe torn to shredsS.

ShortDef

to tear into shreds

Debugging

Headword:
καταρρακόω
Headword (normalized):
καταρρακόω
Headword (normalized/stripped):
καταρρακοω
IDX:
21723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21724
Key:
καταρρακόω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ρρακόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>ρρακόω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ῥάκος</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>pf.pass.ptcpl.</Lbl><Form>κατερρακωμένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>hyperbol., of a person</Indic><Tr>be torn to shreds</Tr><Au>S.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταρρακόω'}