Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάργματα
καταργυρόομαι
κατάρδω
καταρέζω
κατάρη
καταρῑγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρμόζω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρρᾳθῡμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράξομαι
καταρράπτω
καταρρᾱ́ττω
καταρρέζω
καταρρεπής
καταρρέπω
View word page
κατ-αρόω
καταρόωcontr.vb plough upfarmlandw.dat.w. oxenAr.

ShortDef

to plough up

Debugging

Headword:
καταρόω
Headword (normalized):
καταρόω
Headword (normalized/stripped):
καταροω
IDX:
21721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21722
Key:
καταρόω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αρόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αρόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>plough up</Tr><Obj>farmland<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. oxen</Expl><Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταρόω'}